Τι είναι ο αιφνίδιος καρδιακός θάνατος;
Ο Αιφνίδιος Καρδιακός Θάνατος είναι μια απροσδόκητη διακοπή της λειτουργίας της καρδιάς, με επακόλουθη διακοπή της κυκλοφορίας του αίματος, που συνήθως οφείλεται σε εμμένουσες κακοήθεις ταχυκαρδίες όπως η κοιλιακή ταχυκαρδία και η κοιλιακή μαρμαρυγή. Όταν οι ταχυκαρδίες αυτές τερματιστούν εγκαίρως, είτε μετά από κατάλληλες θεραπευτικές παρεμβάσεις, είτε αυθόρμητα, μιλάμε για τον αποτραπέντα αιφνίδιο καρδιακό θάνατο.
Ποιοι κινδυνεύουν από αιφνίδιο καρδιακό θάνατο;
Στην συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων ο αιφνίδιος καρδιακός θάνατος συμβαίνει σε ασθενείς με υποκείμενη καρδιακή νόσο, ακόμα και αν αυτή δεν ήταν κλινικά εκδηλωμένη και γνωστή στον ασθενή νωρίτερα. Η στεφανιαία νόσος είναι η συνηθήστερη υποκείμενη νόσος, και ο αιφνίδιος θάνατος μπορεί να συμβεί τόσο στη φάση ενός οξέος εμφράγματος όσο και πολλά χρόνια μετά από ένα παλαιό έμφραγμα του μυοκαρδίου. Στους υπόλοιπους ασθενείς, συνήθως υπάρχουν άλλα δομικά προβλήματα της καρδιάς, κληρονομικά ή επίκτητα, όπως η διατατική μυοκαρδιοπάθεια, η μυοκαρδίτιδα, οι σημαντικές βαλβιδοπάθειες, η υπερτροφική μυοκαρδιοπάθεια, η αρρυθμιογόνος μυοκαρδιοπάθεια της δεξιάς κοιλίας αλλά και κάποιες συγγενείς καρδιοπάθειες. Μικρό είναι το ποσοστό των ασθενών στους οποίους δεν συνυπάρχει δομικό πρόβλημα της καρδιάς και τότε υποψιαζόμαστε πρωτοπαθή ηλεκτρική νόσο της καρδιάς, όπως στις περιπτώσεις του συνδρόμου Brugada, του συνδρόμου μακρού ή βραχέος QT, της κατεχολαμινεργικής πολύμορφης κοιλιακής ταχυκαρδίας, της ιδιοπαθούς κοιλιακής μαρμαρυγής και σπανιότατα του συνδρόμου Wolff – Parkinson – White.
Υπάρχουν συμπτώματα που μπορούν να μας προειδοποιήσουν;
Τα συμπτώματα (όταν υπάρχουν) έχουν σχέση με την υποκείμενη καρδιακή νόσο που ενδεχομένως υποκρύπτεται και δεν έχει διαγνωσθεί εγκαίρως. Σε κάθε περίπτωση το αίσθημα παλμών, η συγκοπή (λιποθυμία), η στηθάγχη (πόνος στο στήθος), η δύσπνοια και η εύκολη κόπωση είναι συμπτώματα που χρήζουν καρδιολογικής εκτίμησης.
Πώς αναγνωρίζουμε τους ασθενείς υψηλού κινδύνου για αιφνίδιο καρδιακό θάνατο;
Η διαδικασία αναγνώρισης των ασθενών υψηλού κινδύνου για αιφνίδιο καρδιακό θάνατο ονομάζεται διαστρωμάτωση κινδύνου και χωρίζεται σε πρωτογενή και δευτερογενή πρόληψη.
Όταν κάποιος ασθενής έχει επιβιώσει του αιφνιδίου καρδαικού θανάτου (αποτραπής αιφνίδιος καρδιακός θάνατος) μιλάμε για δευτερογενή πρόληψη. Οι ασθενείς αυτοί αυτομάτως θεωρούνται πολύ υψηλού κινδύνου, καθώς η πιθανότητα υποτροπής είναι μεγάλη, και στις περισσότερες περιπτώσεις ενδείκνυται άμεσα η εμφύτευση μόνιμου απινιδωτή. Εξαίρεση αποτελεί η περίπτωση της ανακοπής στην οξεία φάση ενός εμφράγματος του μυοκαρδίου, οπότε και η οξεία αντιμετώπιση του εμφράγματος μειώνει σημαντικά τον κίνδυνο υποτροπής.
Η πρωτογενής πρόληψη αφορά στην προσπάθεια να ανγνωρίσουμε τους ασθενείς υψηλού κινδύνου πριν από ένα καταστροφικό συμβάν και εφαρμόζεται στους ασθενείς που έχουν διαγνωστεί με καρδιακά προβλήματα σαν αυτά που αναφέρθηκαν παραπάνω. Τα εργαλεία που χρησιμοποιούνται σε αυτήν την προσπάθεια περιλαμβάνουν τόσο το ιστορικό και την κλινική εξέταση, όσο και αναίμακτες αλλά και ελάχιστα επεμβατικές διαγνωστικές εξετάσεις. Από το ιστορικό αξιολογούνται ιδιαίτερα η παρουσία συγκοπής και το οικογενειακό ιστορικό αιφνιδίου καρδιακού θανάτου. Από τις αναίμακτες εξετάσεις σημαντικός είναι ο ρόλος του κλασσικού ηλεκτροκαρδιογραφήματος αλλά και της 24ωρης καταγραφής του ρυθμού (Holter ρυθμού) από το οποίο με ειδική ανάλυση μπορούμε να καταγράψουμε όψιμα δυναμικά, η παρουσία των οποίων σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο αιφνιδίου θανάτου ειδικά σε ασθενείς με ιστορικό παλαιού εμφράγματος.
Θεμελιώδης είναι και ο ρόλος της απεικόνισης στη διαστρωμάτωση κινδύνου. Ο κλασσικός υπέρηχος καρδιάς είναι κεντρικός καθώς εκτιμά την «δύναμη της καρδιάς» με τον υπολογισμό του κλάσματος εξωθήσεως. Το χαμηλό κλάσμα εξώθησης (αδύναμη καρδιά) είναι η πιο καλά τεκμηριωμένη παράμετρος για την ανγνώριση των ασθενών υψηλού κινδύνου. Οι νεώτερες υπερηχοκαρδιογραφικές απεικονοστικές τεχνικές μπορούν να βοηθήσουν στην διάγνωση δομικών νόσων της καρδιάς σε πρωιμότερα στάδια. Ωστόσο, η πιο ευαίσθητη εξέταση για την αναγνώριση ακόμα και μικρής έκτασης βλαβών στον μυ της καρδιάς είναι η μαγνητική τομογραφία καρδιάς. Ο ρόλος της γίνεται όλο και σημαντικότερος στις μέρες μας στη διαστρωμάτωση κινδύνου, ειδικά για την ομάδα των ασθενών χωρίς στεφανιαία νόσο.
Από τις επεμβατικές διαγνωστικές παρεμβάσεις σημαντικός είναι ο ρόλος της ηλεκτροφυσιολογικής μελέτης ειδικά για τους ασθενείς αυτούς που δεν εντάσσονται σε κατηγορία υψηλού κινδύνου μόνο με το ιστορικό και τις απεικονιστικές εξετάσεις. Το Athens Heart Center έχει σημαντικό ρόλο στην δημιουργία των διεθνών οδηγίων για την αναγνώριση των ασθενών υψηλού κινδύνου μέσω της μελέτης PRESERVE-EF.
Η ρόλος της στεφανιογραφίας είναι περιορισμένος και αφορά κυρίως στους ασθενείς που έχει διαγνωσθεί ισχαιμία με αναίμακτες μεθόδους, οπότε και υποβάλονται σε στεφανιογραφία με την προοπτική της επαναιμάτωσης (αγγειοπλαστική, bypass).
Ξεχωριστό κομμάτι της πρόληψης του αιφνιδίου καρδιακού θανάτου αποτελεί ο προαθλητικός έλεγχος, ο οποίος πλέον έχει θεσμοθετηθεί ως υποχρεωτικός από την πολιτεία και πρέπει να διενεργείται από καρδιολόγο.
Αντιμετώπιση ασθενών με αυξημένο κίνδυνο αιφνίδιου καρδιακού θανάτου
Όταν μετά από τον παραπάνω έλεγχο οι ασθενείς κρίνονται υψηλού κινδύνου για αιφνίδιο καρδιακό θάνατο η εμφύτευση μόνιμου απινιδωτή είναι η ενεδεδειγμένη θεραπεία. Παράλληλα ο ασθενής θα πρέπει να λαμβάνει και την βέλτιστη φαρμακευτική αγωγή ή / και επεμβατική αντιμετώπιση για την υποκείμενη καρδιακή νόσο. Η κατάλυση μπορεί να έχει θέση μετά από πολλαπλές ενεργοποιήσεις του απινιδωτή.
Μακροχρόνια παρακολούθηση και πρόγνωση
Η ζωή για όσους έχουν επιβιώσει ενός αιφνιδίου καρδιακού θανάτου μπορεί να συνοδεύεται από ικανοποιητική ποιότητα ζωής, εφόσον στην οξεία φάση αντιμετωπίστηκαν εγκαίρως. Θα λέγαμε ότι η μακροχρόνια πρόγνωσή τους και η ποιότητα ζωής τους εξαρτάται κυρίως από το υποκείμενο καρδιακό νόσημα.