Η ηλεκτροφυσιολογική μελέτη είναι μία ελάχιστα επεμβατική διαγνωστική εξέταση του μηχανισμού των καρδιακών αρρυθμιών προσδιορίζοντας την εστία προέλευσης αυτών και την θεραπευτική τους αντιμετώπιση τους με χρήση φαρμάκων ή κατάλυσης.
Ο ηλεκτροφυσιολογικός έλεγχος χρησιμοποιείται επίσης σαν διαγνωστικό εργαλείο σε ασθενείς με βραδυκαρδία ή συγκοπή για την ανάγκη εμφύτευσης βηματοδότη όπου ελέγχουμε τη λειτουργία του φλεβόκομβος (φυσιολογικού βηματοδότη της καρδιάς) και η δυνατότητα του κολποκοιλιακού κόμβου να μεταφέρει ερεθίσματα από τους κόλπους στις κοιλίες και την ανάγκη εμφύτευσης βηματοδότη.
Η ηλεκτροφυσιολογική μελέτη έχει επίσης αξία στη διερεύνηση του κινδύνου για αιφνίδιο καρδιακό θάνατο σε ασθενείς με υποκείμενη καρδιακή πάθηση, όπως το έμφραγμα μυοκαρδίου, η διατατική μυοκαρδιοπάθεια, μυοκαρδιοπάθειες και ηλεκτρικά νοσήματα της καρδιάς. Οι ασθενείς υψηλού κινδύνου χρήζουν ακολούθως εμφύτευσης απινιδωτή.
Η εξέταση γίνεται στο ηλεκτροφυσιολογικό εργαστήριο με τον ασθενή σε ύπτια θέση. Μετά από τοπική αναισθησία στην περιοχή του δεξιού μηρού, τοποθετούνται εισαγωγείς (θηκάρια) διαμέσου των οποίων ειδικοί καθετήρες προωθούνται εντός των καρδιακών κοιλοτήτων. Ανάλογα με την υποκείμενη πάθηση (διερεύνηση αρρυθμιών, συγκοπής ή πρόληψης αιφνιδίου θανάτου), απαιτούνται συνήθως από 2 έως 4 διαγνωστικοί καθετήρες. Η τοποθέτησή τους στην καρδιά ελέγχεται με ακτινοσκόπηση και είναι ανώδυνη. Στην άκρη των καθετήρων αυτών υπάρχουν ηλεκτρόδια με τα οποία γίνεται η καταγραφή των ηλεκτρικών σημάτων από την αντίστοιχη περιοχή της καρδιάς ενώ είναι δυνατή και η ηλεκτρική διέγερση της καρδιάς με στόχο τη μελέτη του ηλεκτρικού συστήματος και την προσπάθεια πρόκλησης ταχυαρρυθμιών.